οργανίστας

οργανίστας
ο
βλ. οργανιστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κουπρέν, Λουί Φρανσουά — (Louis François Couperin, Παρίσι 1668 – 1733). Γάλλος συνθέτης, οργανίστας και θεωρητικός της μουσικής, επονομαζόμενος ο Μέγας. Ήταν γόνος μιας μεγάλης οικογένειας μουσικών, εξειδικευμένων κυρίως στο εκκλησιαστικό όργανο και στο κλαβεσέν. Ο Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Μέρουλο, Κλαούντιο — (Claudio Merulo, Κορέτζο, Ρέτζιο Εμίλια 1533 – Πάρμα 1604). Ιταλός συνθέτης και οργανίστας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κλαούντιο Μερλότι (Claudio Merlotti). Χάρη στο ταλέντο του, η φήμη του εξαπλώθηκε όχι μόνο στην Ιταλία (ήταν οργανίστας στην… …   Dictionary of Greek

  • οργανιστής — και οργανίστας, ο (ΑΜ ὀργανιστής) νεοελλ. μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. οργανοκρούστης μσν. αρχ. αυτός που παίζει μουσικό όργανο, οργανοπαίκτης αρχ. μηχανικός υδραυλικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανίζω*. Ο τ. οργανίστας είναι… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπριέλι, Αντρέα — (Andrea Gabrieli, Βενετία, 1510; – 1586). Ιταλός συνθέτης και οργανίστας. Αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή για να διοριστεί πρώτος οργανίστας στη βασιλική του Αγίου Μάρκου της Βενετίας (όπου ήταν κάντορας), γεγονός που πραγματοποιήθηκε μόνο στα… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ — (Bach). Επώνυμο οικογένειας μουσικών με καλλιτεχνική δραστηριότητα στη Γερμανία από τα μέσα του 16ου έως τα μέσα του 19ου αι. χωρίς διακοπή. Η πολιτιστική προσφορά της γενιάς των Μ. αποτελεί μοναδική εκπληκτική περίπτωση στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίκνερ, Γιόζεφ Άντον — (Joseph Anton Bruckner, Ανσφέλντεν 1824 – Βιέννη 1896). Αυστριακός συνθέτης. Άρχισε, σύμφωνα με τις προσδοκίες και την παράδοση της οικογενείας του, σπουδές για να γίνει δάσκαλος στοιχειώδους εκπαίδευσης, τελικά όμως αφιερώθηκε στη μουσική,… …   Dictionary of Greek

  • Πασκουίνι, Μπερνάρντο — (Pasquini, Μάσα Βαλντινιέβολε, σημερινό Μάσα και Κοτζίλε, Πιστόια 1637 – Ρώμη 1710). Ιταλός οργανίστας, κλαβιτσεμπαλίστας και συνθέτης. Η μουσική του κατάρτιση τελειοποιήθηκε στη Ρώμη, όπου κέρδισε πλατιά φήμη ως οργανίστας και κλαβιτσεμπαλίστας …   Dictionary of Greek

  • Βικτόρια, Τομάς Λουίς ντε- — (Tomαs Luis de Victoria, Άβιλα 1548 – Μαδρίτη 1611).Ισπανός συνθέτης. Άρχισε τις σπουδές του στην πατρίδα του και τις συμπλήρωσε στη Ρώμη, όπου διορίστηκε διευθυντής της εκκλησιαστικής χορωδίας στη Σάντα Μαρία ντι Μονσεράτο, ύστερα στο Γερμανικό… …   Dictionary of Greek

  • Βον Γουίλιαμς, Ραλφ — (Ralph Vaughan Williams, Ντον Άμπνεϊ, Γκλόουστερσαϊρ 1872 – Λονδίνο 1958). Βρετανός συνθέτης. Σπούδασε στο Λονδίνο και τελειοποίησε τις σπουδές του στο Βερολίνο με τον Μαξ Μπρουχ και στο Παρίσι με τον Μορίς Ραβέλ. Ήταν οργανίστας στην εκκλησία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”